- γαλατομπούρεκο
- γαλατομπούρεκο, το και γαλακτομπούρεκο, τογλυκό του ταψιού με φύλλα κρούστας και γέμιση από γάλα, σιμιγδάλι και αβγά: Μας κέρασε σπιτικό γαλακτομπούρεκο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.